ΔΕΝ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ...

    Προτελευταίο άρθρο μου πριν τις εκλογές. Την άλλη βδομάδα θ' ασχοληθώ άλλη μία φορά με το θέμα γιατί έχω την εντύπωση Μπάμπη μου ότι όσο περνάει ο καιρός,ο Μπένι σου φαίνεται πως είναι ο σοβαρός πολιτικός που θα μας σώσει...Όσο για σένα Αννούλα,μη νομίζεις πως δε σε άκουσα προχθές στη καφετέρια να εκθειάζεις τον Αντωνάκη στη παρέα σου...Ας τ' αφήσουμε όμως αυτά. Θα σας επαναφέρω στη σκληρή πραγματικότητα πολύ σύντομα.
    Τί είναι η ιστορία αγαπητοί μου φίλοι; Μία καταγραφή γεγονότων. Για παράδειγμα, το 1821 ξεκίνησε η επανάσταση. Με τις λεπτομέρειες των γεγονότων όμως χρειάζεται προσοχή,διότι εκεί υπεισέρχεται το στοιχείου του μύθου. Και σαν λαός,έχουμε παράδοση στη μυθολογία. Και μας αρέσει,εμάς τους νεοέλληνες να μπερδεύουμε πολλές φορές την ιστορία με την μυθιστορία. Να διανθίζουμε τα γεγονότα με θρύλους,και φανταστικές ιστορίες. Άραγε αυτό να οφείλεται στην υπερβολή,η οποία μας χαρακτηρίζει σαν λαό; Η ανάγκη υπερηρωποίησης κάποιων και καταβαράθρωσης κάποιων άλλων; Δεν το ξέρω.
    Είναι καλό να γνωρίζεις την ιστορία του λαού σου. Έτσι μπορείς να διδαχθείς και από τα σωστά αλλά και να μην επαναλάβεις τα λάθη. Αν και ο Μαρξ το θεωρεί αναπόφευκτο,καθώς έχει πει πως "η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα". Όμως η ημίμάθεια βγαίνει νικήτρια. Λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν πραγματικά ιστορία,αγαπητοί μου. Οι Έλληνες βαδίζουν ξυπόλυτοι πάνω στα αρχαία μεγαλεία...
    Σε αυτό το φεστιβάλ ημιμάθειας,λοιπόν, ακούγονται ιστορίες για αγρίους. Και το αποτέλεσμα είναι αποκαρδιωτικό. Ούτε την ιστορία μας ξέρουμε, αλλά ούτε και μπορούμε να γράψουμε νέες σελίδες στο λευκό βιβλίο. Κι άλλες φορές ο λαός μας τα 'χει βρει σκούρα. Όμως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την έβγαζε καθαρή. Τώρα είμαστε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και το μόνο που κάνουμε είναι να κοιτάμε άπραγοι και ανήμποροι κάποιους να παίζουν με το παρόν και το μέλλον μας. Κάποιοι λένε "η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει". Άκουσε να δεις ραγιά, με ευχολόγια και περασμένα μεγαλεία δε γίνεται τίποτα. Φούντωσα τώρα,ας μη συνεχίσω. Κοντολογίς, έχουμε το στυλό στα χέρια μας. Και έχει μελάνι. Γιατί δεν γράφουμε κάτι επιτέλους;;;....
ΥΓ 1: Για να μπορέσεις να μιλήσεις για τον έρωτα θα πρέπει πρώτα να τον έχεις ζήσει. Δε γίνεται να το παίζεις μάγκας μέσα από ρομαντικές ιστοριούλες, ποιήματα και κουραφέξαλα. Όταν θα φτάσεις στα ογδόντα σου άνεμε να είσαι σίγουρος πως θα άλλαζες ευχαρίστως είκοσι χρόνια αγάπης με δύο μήνες παράφορου έρωτα. Δεν έχει νόημα να συνεχίσω. Εγώ ευθύνομαι για όσα λέω και γράφω,ΟΧΙ για όσα καταλαβαίνετε...
ΥΓ 2: Το προηγούμενο Σάββατο συμπληρώθηκαν 45 χρόνια από την επιβολή δικτατορίας στη χώρα μας. Επειδή πολλοί και διάφοροι αυτοβαπτίστηκαν αντιστασιακοί μετά το τέλος της χούντας για να κερδίσουν ψεύτικη δόξα,ψήφους και αναγνώριση ας μιλήσουμε για έναν αντιστασιακό των πράξεων,τον Αλέκο Παναγούλη. Το κείμενο που ακολουθεί είναι του Νίκου Χρυσολωρά από την Καθημερινή...
    Όταν εκδηλώθηκε η "επανάσταση", ο Αλέκος Παναγούλης, γιος και αδερφός αξιωματικών του Στρατού Ξηράς, υπηρετούσε τη θητεία του στη Βέροια. Ξαφνικά άρχισε να παριστάνει τον παράφρονα. "Γιατί δεν κάθεσαι Παναγούλη;" τον ρωτούσαν οι ανώτεροί του. "Γιατί είμαι ο Ακάθιστος Ύμνος" απαντούσε. Μετήχθη στη Θεσσαλονίκη για ψυχιατρική εξέταση, όπου "επείσθη" τελικά να καθήσει. Κατά την επιστροφή του στη μονάδα του λιποτάκτησε, αδίκημα που λόγω της ισχύος του στρατιωτικού νόμου ετιμωρείτο με θάνατο. Γνωστός για τους δημοκρατικούς του αγώνες πριν από τη δικτατορία, δραπέτευσε κυνηγημένος για την Κύπρο και στη συνέχεια, με τη βοήθεια της κυβέρνησης Μακαρίου, κατάφερε να διαφύγει στην Ευρώπη. Όταν επέστεψε -κρυφά φυσικά- στην Ελλάδα οργάνωσε με τους συντρόφους του απόπειρα δολοφονίας του επικεφαλής της χούντας, Γεωργίου Παπαδόπουλου.
    Ο Παναγούλης, ακολουθώντας το κλασσικό παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, θεωρούσε ότι ο "αποκεφαλισμός" του καθεστώτος πριν προλάβει να εδραιώσει την κυριαρχία του θα οδηγούσε στην κατάρρευσή του. Στις 13 Αυγούστου 1968 έστησε ενέδρα με εκρηκτικό μηχανισμό στο 31ο χιλιόμετρο Αθηνών-Σουνίου(Βάρκιζα), περιμένοντας την αυτοκινητοπομπή του Παπαδόπουλου. Για τεχνικούς λόγους όμως, η έκρηξη δεν σκοτώνει το δικτάτορα. Ο Παναγούλης συλλαμβάνεται επί τόπου και η ενέργειά του αποδοκιμάζεται από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο της εποχής, εκτός του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος την επικροτεί(παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις των δύο ανδρών ήταν και παρέμειναν τεταμένες,αν όχι ψυχρές).
    Μετά από πολυήμερους εφιαλτικούς βασανισμούς στην ΕΑΤ/ΕΣΑ, ο Παναγούλης οδηγήθηκε σε δίκη. Η απολογία του συγκλόνισε την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, καθώς οι ανταποκριτές των ξένων μέσων ενημέρωσης στην Αθήνα δεν υπόκειντο σε λογοκρισία. Στην αρχή της διαδικασίας, όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου κάλεσε τον "στρατιώτη Αλέξανδρο Παναγούλη" να δηλώσει αν δέχεται ή όχι την ενοχή του,εκείνος πέταξε τον μπερέ που βιαίως του είχαν φορέσει οι βασανιστές του και απάντησε ότι αρνείται να υπηρετεί τον στρατό που πρόδωσε την πατρίδα. Από κατηγορούμενος,μετατράπηκε σε κατήγορο. Δικαιολόγησε την απόπειρα τυρρανοκτονίας ως εξής: "Πιστεύω στον διάλογο και τη δημοκρατική αντιπαράθεση των ιδεών. Πιστεύω στην ειρηνική επίλυση των πολιτικών διαφορών. Και όταν υπάρχει έστω και η ελάχιστη δυνατότητα ειρηνικής διεξόδου...τότε η βία είναι απαράδεκτη. Ταυτόχρονα,όμως, πιστεύω ότι...όταν μια κατάσταση ανερχόμενη διά της βίας εδραιώνεται,όταν κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης αυτής της κατάστασης αποδεικνύεται περιττή,διά της βίας επιδιώκεται η ανατροπή της". Γνωρίζοντας ότι θα καταδικαστεί, προκάλεσε ρίγη στο ακροατήριο με τη δήλωση πως "το ωραιότερον κύκνειον άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος μιας τυραννίας και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι".
    Καταδικάστηκε τελικά "δις εις θάνατον",αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε ποτέ,λόγω των πιέσεων που δέχτηκε ο Παπαδόπουλος από σύσσωμη τη διεθνή κοινή γνώμη. Το πρωτοφανές και ανεπανάληπτο για πολιτικό κρατούμενο γεγονός ότι κινητοποιήθηκαν ταυτόχρονα για να τον σώσουν προσωπικότητες όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ,ο πρόεδρος της Γαλλίας,ο καγκελάριος της Γερμανίας,ο πρωθυπουργός της Βρετανίας,ο γ.γ του ΟΗΕ και ο Πάπας της Ρώμης καταδεικνύει ότι ο Παναγούλης πέτυχε το στόχο του να στρέψει τα βλέμματα του κόσμου στο ελληνικό δράμα. Ο ίδιος πάντως οδηγήθηκε στη φυλακή και υπέστη τρεις φορές το μαρτύριο της εικονικής εκτέλεσης. Την τρίτη φορά είπε στους βασανιστές του ότι "στερούνται ανδρικών αδένων για να τον εκετελέσουν".
    Τα μαρτύρια που υπέστη ξεπερνούν και την πλέον διεστραμμένη φαντασία: "μαστιγώσεις με καλώδια και συρματόσκοινα σε όλο το κορμί,χτυπήματα με κλομπ στα πέλματα των ποδιών, χτυπήματα με σίδερο στο στήθος και τα πλευρά, εγκαύματα με τσιγάρο στα χέρια και τα γεννητικά όργανα,πέρασμα βελόνας από ευάγωγο μέταλλο στην ουρήθρα και θέρμανσή του με αναπτήρα,απόφραξη των αναπνευστικών οδών μέχρι ασφυξίας,χτυπήματα του κεφαλιού στους τοίχους και το πάτωμα,στέρηση ύπνου". Ποτέ δεν κατονόμασε τους συντρόφους του όμως,ούτε και ζήτησε χάρη ή επιείκεια. Αποπειράθηκε να δραπετεύσει τρεις φορές. Την πρώτη φορά προδόθηκε,τις άλλες δύο απέτυχε και συνελήφθησαν συναγωνιστές του που τον βοήθησαν. Πέρασε 4,5 χρόνια "εντοιχισμένος" σε ειδικό κελί στην απομόνωση,επιχειρώντας 25 απεργίες πείνας προκειμένου να διεκδικήσει τα διακιώματά του ως κρατούμενος. Στη διάρκεια του εγκλεισμού του έγραψε,συχνά με το ίδιο του το αίμα,ποιήματα πολιτικού χαρακτήρα,τα οποία-με μυθιστορηματικές συνθήκες- διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό,μελοποιήθηκαν από τον μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκαν αργότερα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Με την μεταπολίτευση, εξελέγη βουλευτής της Ένωσης Κέντρου. Σκοτώθηκε δύο χρόνια αργότερα σε αυτοκινητικό δυστύχημα,για τις συνθήκες του οποίου έχουν διατυπωθεί πολλά ερωτήματα.
    Ο Παναγούλης υπήρξε χωρίς αμφιβολία η κορυφαία μορφή της αντίστασης εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Η δράση του, καθώς και της οικογένειας(αντιστασιακοί ήταν και τα αδέρφια του) και των συναγωνιστών του,έστρεψε την προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσηςστην κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μας και τα πάθη του αποκάλυψαν την αληθινή φύση του δικτατορικού καθεστώτος.
    Στις μέρες μας, όπου λέξεις όπως "αγωνιστής" και "αντίσταση" χρησιμοποιούνται για τους πλέον ευτελείς σκοπούς, τα έργα και οι ημέρες του Παναγούλη εκθέτουν και γελοιοποιούν τους δήθεν και εκ του ασφαλούς "επαναστάτες". Άλλωστε,το πλέον εντυπωσιακό στοιχείο ήταν ότι ο Παναγούλης δεν ήταν ιδεαλιστής, αλλά ρεαλιστής και πολιτικά μετριοπαθής(ιδεολογικά τοποθετούνταν στο λεγόμενο "μεσαίο χώρο"). Όλες οι πράξεις του ήταν προσεκτικά μελετημένες ώστε να συμβάλουν στην κατεύθυνση ενός και μόνο στόχου: την πτώση της δικτατορίας. Έφυγε πριν προλάβει να φθαρεί ως σύμβολο, γνωρίζοντας τουλάχιστον ότι οι αγώνες του απέδωσαν καρπούς..... 

Γκρεμίστε το παλιό!


Συγχωρέστε με που ασχολούμαι πάλι με το νόθο του Διονύσου και με το βαρετό θέμα των εκλογών αλλά θα το υποστείτε γιατί… δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς!

Καταρχήν ο Διόνυσος έχει δώσει περισσότερα λεφτά σε… «υποβρύχια» ακόμη κι από τον Τσοχατζόπουλο, οπότε θα έπρεπε να είναι φυλακή και όχι να αράζει ελεύθερος στο σπίτι του και να μου εξαπολύει προσωπικές επιθέσεις…

Ο Περικλής Γιαννόπουλος δεν οικοδομούσε την… αγάπη του με τους ατελείωτους περιπάτους. Ερωτευμένος ήταν με το γκομενάκι και αυτός ο έρωτας τον σκότωσε… (αυτή είναι η μία άποψη αλλά εδώ μας συμφέρει)

Για το Διόνυσο προφανώς έπρεπε ο Γιαννόπουλος να σκάει μύτη στο μπαρ, να πίνει το ουισκάκι του, να καπνίζει Camel και να παίζει προκλητικά τη μορφονιά στο απέναντι τραπέζι. Μετά να τη φορτώσει στο αμάξι, να την πάει σε ένα μοναχικό μέρος και να τη «γλεντήσει» από παντού! Αυτό είναι έρωτας!!! Όλα τα υπόλοιπα είναι χάσιμο χρόνου…

Αν του Διόνυσου του αρέσει περισσότερο ο σημερινός «έρωτας» από εκείνον τον «βαρετό» με τους περιπάτους και τα λουλουδάκια, τότε καλύτερα να το γυρίσει στην μπιρίμπα…

Ο έρωτας είναι η φάρσα του Θεού στους ανθρώπους είπε κάποιος διάσημος… Δεν ξέρω αν συμφωνώ αλλά αυτό αποδεικνύεται στην πράξη. Ο έρωτας σε μπερδεύει σε τυφλώνει και σε κάνει να χάνεις την ουσία… που είναι η αγάπη!

Είναι βέβαια πολύ πιο έντονος απ’ την αγάπη κι αυτό είναι που κάνει τον καθένα να παγιδεύεται ξανά και ξανά… Αλλά μια μέρα ο έρωτας χάνεται και μένεις με την πίκρα, την απορία και τις αναμνήσεις.

Και όταν μεγαλώσεις αντιλαμβάνεσαι ότι πολύ εύκολα θα αντάλλαζες όλους τους έρωτες που έζησες για λίγη αγάπη. Αλλά πού να τα ξέρει αυτά ο Διόνυσος ο ερωτύλος, όταν έχει πάει με το μισό Χαριλάου και συνεχίζει προς Πυλαία μεριά…

Έχω διαβάσει αρκετά Άρλεκιν και λογικό είναι να έχω επηρεαστεί αλλά ως εδώ… Πάμε στις εκλογές τώρα!

Το θέμα είναι ότι οι δημοσκοπήσεις είναι διαφορετικές όταν αφορούν νέους και διαφορετικές όταν αφορούν μεγαλύτερους και ηλικιωμένους.

Συγκρούονται δηλαδή η διάθεση για αλλαγή του νέου που πλέον έχει θολώσει από τη σαπίλα που βιώνει και η διάθεση για διατήρηση των κεκτημένων από τους μεγαλύτερους.

Συγκρούεται δηλαδή το όνειρο για μια διαφορετική κοινωνία από αυτήν που ζούμε, με τον φόβο των μεγαλύτερων μήπως αυτή η νέα κοινωνία θα μας πετάξει εκτός Ευρώπης, θα χάσουμε τα λεφτά που έχουμε στην τράπεζα και θα τρέχουμε στο δρόμο πεινασμένοι να δαγκώνουμε ο ένας τον άλλον.

Αυτοί δηλαδή που μας ζαλίζουνε τα «φρύδια» από μωρά για τις δυσκολίες που περάσανε και που εμείς τα βρήκαμε όλα έτοιμα, φοβούνται μην τυχόν και περάσουν… δυσκολίες!

Οι δειλοί!!

Και οι νέοι που «είναι καλομαθημένοι» και «τα έχουν όλα στα πόδια τους», φτύνουν κατάμουτρα την κοινωνία που τους δώσανε και είναι διατεθειμένοι να περάσουν όσες δυσκολίες χρειαστεί για να αλλάξουν τα πάντα..!

Απίστευτα πράγματα…

Βέβαια θα σου πει ο παλιός «εσύ δεν ξέρεις τι θα πει να μην έχεις παπούτσια να φορέσεις ή να μπαλώνεις το τζιν 15 φορές επειδή δεν έχεις λεφτά να αγοράσεις καινούριο… και να τρως κάθε μέρα φασολάδα και μπλα μπλα μπλα»…

Δεν θέλω παπούτσια ρε φίλε! Θα μάθω να τρώω και φασολάδα αν χρειαστεί αλλά τη γαμοκοινωνία που μου έδωσες ΕΓΩ θα τη γκρεμίσω!

Στις 6 Μαΐου, εκτός από τους παππούδες και τις γιαγιάδες σας, κλειδώστε και τους γονείς σας… Προφασιστείτε ατύχημα, πείτε τους ότι παντρεύεστε εκτάκτως τη μέρα των εκλογών, αλλά μην τους αφήσετε να ψηφίσουν!

Νισάφι πια με ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Τσίπρες, Παπαρήγες, Κουβέληδες, Καρατζαφέρηδες και... Οικολόγους!

Τους βλέπουμε 40 χρόνια τώρα! Και ταινία με 15 Όσκαρ να ήταν θα την είχαμε βαρεθεί..! Πόσο μάλλον τώρα που πρόκειται για μεταγλωττισμένη μεξικάνικη σαπουνόπερα…

Μην επηρεάζεστε από 5-6 έντιμους και ικανούς ανθρώπους που θα βρείτε μέσα σε κάθε κόμμα του κατεστημένου… Και στον σκουπιδοτενεκέ αν ψάξεις καλά θα βρεις κάνα μήλο που έπεσε μέσα από σπόντα… Αλλά δεν μπορείς να το φας… Γιατί κάνει τόσην ώρα παρέα σε ληγμένα κρέατα, απομεινάρια από σαλάτες κι από πίτσες, κατάλοιπα μιας εποχής φαγητού και μάσας που φαινόταν νόστιμη, αλλά μας δηλητηρίασε και κατέληξε στα σκουπίδια…

Δεν θέλω άλλο φαγητό από τα σκουπίδια! Θα πληρώσω όσο χρειαστεί για να πάρω και πάλι φρέσκο! Μετά από τόσα χρόνια το δικαιούμαι..!

Είμαι ο Άνεμος που σβήνει τη λαμπάδα σου την Ανάσταση, ζητάς φως από την κοπελίτσα δίπλα, αυτή νομίζει ότι της την πέφτεις, το λέει στον μπαμπά της κι αυτός σου κάνει τη μάπα αγνώριστη…      

ΤΡΑΜΠΟΛΙΝΟ...

    Ξενέρωσες Αννούλα. Κι εσύ Μπάμπη. Παραδεχτείτε το. Η βιτρίνα σας προετοίμασε για μια ιστορία αγάπης. Και τελικά τί διαβάσατε; Ένα ρομάντζο εποχής. Ένα χιλιοδιαβασμένο Άρλεκιν. Κύριος με τη ρεντιγκότα του, το ψηλό του καπελάκι,το μπαστούνι του και τα γάντια γκλασέ(...) συνάντησε κυρία, γόνο πλούσιας οικογένειας που δεν ερωτευόταν ποτέ και πήγαν να οικοδομήσουν την αγάπη τους με ατέλειωτους περιπάτους. Τέτοια ανία είχα να νιώσω από τότε που η ΑΕΚ έπαιζε με τρία αμυντικά χαφ και οι φάσεις μπροστά βγαίναν με το σταγονόμετρο...
    Τί να την κάνεις την αγάπη; Αγάπη παίρνεις από τους γονείς, από τα αδέρφια, από τους φίλους. Με τον έρωτα πρέπει ν' ανοίξεις παρτίδες. Αν δε ταρακουνηθείς συθέμελα έστω και μια φορά στη ζωή σου τότε δεν έχεις ζήσει πραγματικά. Σε σένα τα λέω Αννούλα, που με κοιτάς αναψοκοκκινισμένη! Αν δε παλαντζάρεις από τη μελαγχολία στη χαρά και τον ενθουσιασμό, αν δε νιώσεις την έκσταση, το μαρτύριο, την ανατριχίλα τί να τους κάνεις τους περιπάτους και τα λουλουδάκια; Αλλά ποιός είμαι εγώ που θα προσπαθήσω να ορίσω τον έρωτα. Αυτή είναι άλλωστε η μαγεία του. Έχει τόσα κοινά με την ποίηση ο έρωτας, που δεν ορίζεται. Άμα διαβάσεις ένα εξαίσιο ποιήμα και προσπαθήσεις να το αναλύσεις κατέστρεψες τη μαγεία του. Φτωχά τα λόγια για να φτάσουν ως το μεδούλι της έννοιας και να περιγράψουν την πραγματικότητα. Το σίγουρο είναι πως ο έρωτας κινεί (ή ακινητοποιεί...) τον κόσμο.
    Κατέληξαν τελικώς στην ημερομηνία των εκλογών. Στις 6 του Μάη ξυρίζουν το γαμπρό. Θα έχουμε την ευκαιρία,βεβαίως, να το ξαναπιάσουμε το θέμα όσο θα πλησιάζουμε προς την ημερομηνία σταθμό για τη μετέπειτα πορεία της χώρας. Ένα σχολιάκι όμως θα το κάνω. Και απευθύνομαι προς τους πρώην(ελπίζω) αποστασιοποιημένους. Και σε σένα Μπάμπη, γιατί ένα πουλάκι μου σφύριξε ότι στις εκλογές του "λεφτά υπάρχουν" εσύ προτίμησες να πίνεις τσίπουρα με τα φιλαράκια σου. Δεν δικαιολογείται για μένα αποχή άνω του 20%. Και πολύ σας βάζω γιατί είμαι στις καλές μου. Ξέρετε τί έλεγε ο Μπρεχτ αγαπητοί μου; "Αυτοί που είναι εναντίον της πολιτικής είναι υπέρ της πολιτικής που τους επιβάλλεται"...
    Μα η πολιτική ατζέντα, προς τέρψη των αυγών και του Χρυσοχοϊδη είναι οι μετανάστες και η φυλάκιση του Άκη. Ο πλήρης αποπροσανατολισμός λέω εγώ. Και επιχειρηματολογούν κάποιοι πολιτικά υπέρ της συμμορίας. Αυτό είναι το θέμα σου Μπάμπη μου και Άννα μου ε; Πώς θα φύγουν οι ξένοι. Να ΄"καθαρίσει" το κέντρο και να βγεις εσύ χαρούμενος να ξοδέψεις τα 400 ευρώ του μισθού σου. Προσοχή αγαπητοί μου. Οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν φρικτά πράγματα αν πεισθούν πως υπηρετούν ένα σκοπό...
    Δε ξέρω πως τα περάσατε εσείς αυτές τις μέρες, εγώ πάντως ανέβηκα στον Όλυμπο. Και συγκεκριμένα στη κορυφή του, τον Μύτικα εκεί όπου κατοικούν οι πραγματικοί Θεοί! Ο πατέρας μου δε θέλει και πολλά πάρε δώσε μαζί μου, αλλά δεν τον αδικώ. Και αυτός ψυχρότητα εισέπραξε από τον δικό του πατέρα, τον Δία και τώρα την ανταποδίδει ασυναίσθητα και σε μένα. Η ουσία είναι ότι ο Δίας είναι παππούς μου!!! Ξέφυγα όμως απ' το θέμα μας. Αλλά ποιό είναι το θέμα μας θα μου πεις Αννούλα μου και θα 'χεις και δίκιο. Το σημερινό μου κείμενο μοιάζει με πιτσιρίκι που χοροπηδάει μανιασμένα πάνω σε τραμπολίνο...!!!
    Μετά από άφθονη ποσότητα κρασιού αρχίσαμε τις αμπελοφιλοσοφίες. Βρέθηκα να συζητώ μαζί με τον Ήφαιστο για τον κύκλο της ζωής. Η ζωή μας είναι γεμάτη από επαναλήψεις του έλεγα, άρα γιατί μετά το τέλος της να μην επαναλαμβάνεται και η ίδια η ζωή; Γιατί να κλείνει αυτός ο κύκλος; Με κοίταζε χαμογελαστός και αμίλητος. Ήξερε το "μυστικό" σαν θεός που είναι, αλλά δεν σκόπευε να το μοιραστεί μαζί μου! Κατέβηκα απ' το βουνό γεμάτος απορίες, αλλά πρέπει να σας ομολογήσω ότι πέρασα υπέροχα!
ΥΓ : μας άφησε χθες ο Δημήτρης Μητροπάνος. 'Ενας καταπληκτικός ερμηνευτής,ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων. Πραγματικός μάγκας και όχι από τους τζάμπα. Αν κάποιος ξένος με ρωτούσε να του πω ένα τραγούδι που αντιπροσωπεύει τη χώρα τραγούδι του Μητροπάνου θα διάλεγα. Είναι για μένα η φωνή από τα βάθη του κάθε Έλληνα. Αυτός που μπορούσε να εκφράσει στο απόλυτο συναισθήματα, εικόνες, μνήμες...Είναι αυτό που λέγαμε πριν για τον έρωτα. Ο Μητροπάνος είχε τη δύναμη να σε κάνει ν' ανατριχιάσεις...Ενώ κάποιοι άλλοι...Άντε ας μην επεκταθώ και ανοίξω κι άλλα μέτωπα...Καλό σου ταξίδι Μητσάρα..."Όσοι με τον χάρο γίναν φίλοι με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη"...

Μια ιστορία αγάπης...


Πριν από ένα αιώνα περίπου, ένας ξανθός Αθηναίος με γαλανά μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Καβάλα σ’ ένα λευκό άλογο φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, μια από τις λαμπρότερες ελπίδες των ελληνικών γραμμάτων. «Αυτοκτόνησε γιατί δεν βρήκαν απήχηση στο κοινό οι ιδέες του», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής. Η αληθινή όμως αιτία του θανάτου του Γιαννόπουλου βρισκόταν αλλού..
Λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του Γιαννόπουλου, τα κύματα του Σκαραμαγκά ξέβρασαν το πτώμα του. Ο θάνατος δεν είχε νικήσει την ομορφιά του, μόνο τα μαλλιά του είχαν γίνει κατάλευκα.
Ο Γιαννόπουλος φορούσε λευκή φανέλα, κοστούμι και γάντια γκλασέ. Το ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του, είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. Ο αστυνομικός Ελευσίνος, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία. Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε:
«…διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ’ αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των».
(Εφημερίδα «Πατρίς» 22/4/1910)
Ποιές ήταν αυτές οι δύο γυναίκες; Τι σχέση είχαν με τον Γιαννόπουλο και γιατί χάθηκαν μετά χωρίς να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους; Οι εφημερίδες έκαναν μια μικρή εξόρμηση για να εξιχνιάσουν το μυστήριο, αλλά δεν μπόρεσαν να βρούν τίποτα. Ο Γιαννόπουλος πίστευε βαθιά στο απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. Μερικοί Αθηναίοι, ήξεραν ότι ο ποιητής συνδεόταν με μια γυναίκα. Είχαν δει τις σφιχταγκαλιασμένες σκιές τους να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη ή να κάνουν περίπατο ανάμεσα στα δέντρα της Ελευσίνας. Αλλά κανείς δεν είχε δει τίποτα περισσότερο, κανείς δεν ήξερε κάτι που να έριχνε φως στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή.
Πρότυπο «Στέλλας Βιολάντη»
Η γυναίκα εκείνη ήταν η Σοφία Λασκαρίδου. Αν η αποκάλυψη αυτή ερχόταν στην ώρα της, θα προκαλούσε στην κοινωνία της εποχής την ίδια ίσως συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Γιαννόπουλου.
Η Σοφία Λασκαρίδου δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Είχε όλη την Αθήνα στα πόδια της. Ήταν όμορφη και πλούσια, δεχόταν τον βασιλέα Γεώργιο στο σπίτι της και δεν ερωτευόταν ποτέ. Ήταν φτιαγμένη από σκληρή πάστα, που δεν λύγιζε εύκολα. Ο Ξενόπουλος είχε πει ότι όταν έγραφε τη «Στέλλα Βιολάντη» είχε στο νού του το μελαχροινό κεφάλι της Σοφίας Λασκαρίδου.
Ο πατέρας της είχε γεννηθεί στο Λονδίνο και η μητέρα της στο Παρίσι. Η ίδια μεγάλωσε με ελεύθερες και μοντέρνες ιδέες. Το πάθος της ήταν η ζωγραφική. Μπορούσε να κάθεται ώρες απέναντι από τη θάλασσα του Φαλήρου, σχεδιάζοντας βάρκες και κύματα.
Μια μέρα ο πατέρας της, της έδωσε ένα περίστροφο:
«Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, αφού απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι». Η Σοφία πήρε το περίστροφο και το έκρυψε στην τσάντα της. Αυτό το ίδιο περίστροφο θα στερούσε ύστερα από μερικά χρόνια τη ζωή του Περικλή Γιαννόπουλου.
Νιάτα και ομορφιά..
Γνωρίστηκαν τυχαία στην Καλλιθέα το 1895, όταν η Σοφία γύριζε στο σπίτι της. Ο Γιαννόπουλος έκανε έναν από τους ατελείωτους περιπάτους του στο ύπαιθρο, κόβοντας λουλούδια από τους κήπους και σπέρνοντάς τα, κατά τη συνήθειά του, δεξιά και αριστερά.
«Ερχόταν αντίθετα από εμένα», διηγείται η Σοφία Λασκαρίδου. «Λίγα βήματα μας χώριζαν. Στάθηκε. Στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλο του και τα χρυσά του μαλλιά έλαμψαν στο φως του ήλιου. Είδα τον ουρανό στα μάτια του».
Ψιθύρισε: «Η ομορφιά σας με θάμπωσε». «Και εμένα η δική σας» του απάντησα. «Έσκυψε βιαστικά το κεφάλι, χαιρέτησε και με προσπέρασε».
Πόσες ιστορίες δεν αρχίζουν άραγε με τον ίδιο τρόπο! Αλλά κάτι στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Σοφίας ήταν διαφορετικό από την πρώτη στιγμή, κάτι που εκείνο το απόγευμα έμεινε μετέωρο στον αέρα και τους ένωσε ως τον θάνατο.
«Την Κυριακή, ύστερα από την συνάντηση εκείνη, έγινε το απροσδόκητο. Είδα να μπαίνει ξαφνικά στο σαλόνι του σπιτιού μας ο ωραίος άγνωστος. Η καρδιά μου σταμάτησε. Προχώρησε προς το μέρος μου και συστηθήκαμε¨.
- Περικλής Γιαννόπουλος
- Ώστε γνωρίζατε ποια ήμουν;
- Πήρα το θάρρος να έλθω. Έπρεπε να έλθω.
Εκείνη την ώρα ο πατέρας μου έπαιζε σκάκι με τον ζωγράφο Οθωναίο. Δεν ήταν δυνατό να διακόψω το παιχνίδι τους, ωστόσο, η μητέρα μου δέχθηκε τον Γιαννόπουλο με τη συνηθισμένη της καλοσύνη και μίλησαν αρκετά μαζί. Ο πατέρας μου κοίταξε τον ξανθό νέο που του παρουσίασα και χαμογέλασε.
- Η κόρη μου είχε πάντα ωραίες φίλες και φίλους, είπε. Τα νιάτα και η ομορφιά είναι το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο, φτάνει να ξέρει κανείς να τα μεταχειρίζεται.
Η ηδονή του θανάτου
Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Τα είχαν όλα, δεν τους έλειπε τίποτε για να ενωθούν και να ευτυχήσουν. Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Γιαννόπουλος χτύπησε πάλι την πόρτα του σπιτιού της Σοφίας στην Καλλιθέα. Τον δέχθηκε στον κήπο και μετά περπάτησαν μαζί ως την Ακρόπολη.
«Ήταν μια ονειρεμένη πορεία, έγραψε μετά στο ημερολόγιό της. Περάσαμε τον Ιλισό πηδώντας πάνω από τα λευκά του χαλίκια. Ανεβήκαμε πίσω από το μνημείο του Φιλοπάππου και βρεθήκαμε σε ένα κάμπο γεμάτο ασφοδελούς. Καθίσαμε στον λόφο να ξεκουραστούμε».
- Οι ασφοδελοί κλείνουν το μυστικό της λήθης, είπε ο Περικλής.
«Ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες του ακτίνες. Τα σύννεφα έπαιζαν μακριά στη Σαλαμίνα. Κανείς δεν μιλούσε. Ύστερα έσκυψε και με φίλησε.»
Η μέρα τελείωνε. Ο Περικλής είπε:
- Η ηδονή του έρωτα, μόνο με την ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται.
- Με την οδύνη του θανάτου θέλεις να πεις.
Ο Γιαννόπουλος κούνησε το κεφάλι του.
-Όχι, είπε. Ο θάνατος είναι η υπέρτατη ηδονή. Η γαλήνη.
Άραγε εκείνη την ώρα πέρασε εμπρός από τα μάτια του ξανθού συγγραφέα το όραμα του εαυτού του, καβάλα στο άλογο, να μπαίνει στην αγριεμένη θάλασσα του Σκαραμαγκά; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ο Γιαννόπουλος άλλωστε μίλαγε συχνά για τον θάνατο. Πίστευε στο οριστικό και στο απόλυτο και τίποτε δεν θα τον έκανε να παραβιάσει τις αρχές του.
Λίγες ημέρες μετά της ζήτησε να την συντροφεύει όταν εκείνη ζωγράφιζε έξω από το σπίτι της. «Έτσι δεν θα χρειάζεται και το περίστροφο, της είπε γελώντας». «Θα είμαι ο σωματοφύλακάς σου».
Χάθηκαν από τον κόσμο για να δωθούν ο ένας στον άλλο. Η Σοφία ξαναγνώρισε την Αττική, βλέποντάς την μέσα από τα μάτια του Γιαννόπουλου. Περπατούσαν ώρες ατελείωτες κάτω από τα πεύκα της Ελευσίνας. Συχνά ανέβαιναν στην Ακρόπολη. Ο Περικλής είχε μια ιδιαίτερη στοργή για το εκκλησάκι του Αϊ Δημήτρη. Άλλοτε πάλι, την έβαζε να περπατά ανάμεσα στις κολώνες του Παρθενώνα.
-Έτσι θέλω να σε σκέπτομαι, της έλεγε. Ποτέ δεν ήσουν τόσο αληθινή, όσο είσαι τη στιγμή αυτή.
Ύστερα της έδειχνε την Αθήνα από εκεί πάνω. Προσπαθούσε να της μάθει να την βλέπει με τον δικό του τρόπο, που δεν έμοιαζε με τον τρόπο κανενός άλλου.
- Σε οποιοδήποτε λόφο της Αθήνας και αν ανέβεις, βλέπεις ένα κόσμο ολόκληρο. Πουθενά αλλού το φως δεν έχει τόση δύναμη. Δες αυτά τα 
κυπαρίσσια έξω από τον Αϊ Δημήτρη. Το καθένα είναι και μία φυσιογνωμία. Ένας άνθρωπος.
Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου
Ζηλεύω τα μάρμαρα
Το καλοκαίρι χώρισαν. Η Σοφία έπρεπε να μείνει με τους δικούς της στη Βουλιαγμένη. Ίσως ήταν κι αυτό μια κίνηση της μοίρας για να τους δείξει πόσο είχε ανάγκη ο ένας από τη συντροφιά του άλλου.
«Στο σούρουπο γίνονται όλα πιο σταχτιά, έγραφε η Σοφία στον αγαπημένο της. Το σπίτι μας είναι κοντά στη θάλασσα. Ακούγεται μακριά ένας βαρκάρης που τραγουδάει το μοιρολόγι της καρδιάς του. Ένα ψάρι πήδηξε έξω από το νερό. Ύστερα πάλι ησυχία. Κάθισα όλη τη νύχτα στο μπαλκόνι ώσπου τα κύματα σταμάτησαν την φλυαρία τους. Πέρασε η νύχτα. Είναι η ώρα που έπαιρνα το τραμ από την Καλλιθέα για να σε συναντήσω στην Ακρόπολη. Με το νου μου σε παρακολουθώ να πηγαίνεις εκεί μόνος. Ζηλεύω τα αγαπημένα μάρμαρα που πατάς. Πες τους ότι δεν θα αργήσω να γυρίσω. Πάντα δική σου, Σοφία».
Αλλά ο ανυπόμονος συγγραφέας δεν περίμενε την αγαπημένη του να γυρίσει. Μια μέρα, η Σοφία τον είδε να ξεπροβάλλει μπροστά της, βρώμικο και σκονισμένο. Είχε έρθει με τα πόδια από την Αθήνα για να την δει και να περάσει λίγες ώρες μαζί της.
- Θα έρθω να σε ζητήσω από τον πατέρα σου, της είπε ο Γιαννόπουλος.
Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της.
- Θα κάνεις μια τρέλα του είπε.
Αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Πήγε μια μέρα και βρήκε τον πατέρα της, για να ακούσει από το στόμα του μια ευγενική, αλλά ψυχρή άρνηση.
- Δεν μπορώ να αποχωριστώ ακόμη τη Σοφία, είπε στον Γιαννόπουλο. Άλλωστε η ίδια έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη.
Ζωγραφική: Ένας αντίζηλος
Ο έρωτας μοιάζει με τα κινέζικα αμαξάκια, λέει ένα σοφό ρητό. Ο ένας από τους δύο κάθεται μέσα και ο άλλος το σέρνει.
Στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Λασκαρίδου, ποιος αγαπούσε περισσότερο και ποιος λιγότερο; Για τον ξανθο συγγραφέα ο γάμος του με τη Σοφία ήταν μια φλογερή ανάγκη, που απαιτούσε την άμεση ικανοποίησή της. Η Σοφία δεν βιαζόταν. Πίστευε στον έρωτα που ζει χωρίς νομικά πλαίσια. Πίστευε στην ανάγκη της να μείνει ελεύθερη. Ίσως να φοβόταν κατά βάθος, ότι από τη στιγμή που θα αισθανόταν δεσμευμένη θα άρχιζε να αγαπά τον Γιαννόπουλο λιγότερο.
- Πως μπορείς να βάζεις την ελευθερία πάνω από τον έρωτά μας; Της είπε μια μέρα ο Περικλής.
Η Σοφία χαμογέλασε μελαγχολικά. Ήξερε ότι ήταν δύσκολο για τον αγαπημένο της με τον βίαιο και παράφορο χαρακτήρα του, να την καταλάβει.
- Το μόνο που θέλω να σκέπτεσαι είναι ότι σ’ αγαπώ όσο δεν θα αγαπήσω ποτέ τίποτα άλλο στη ζωή μου, του αποκρίθηκε. 
Δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα στη ζωή της. Ένοιωθε πως πως η αγάπη τους ήταν τέλεια, αλλά εύθραυστη. Αν άλλαζε κάτι, ίσως να έχανε κάτι από τη μαγεία της. Ήταν ευτυχισμένη μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα στον Περικλή και στη ζωγραφική. Δεν της έλειπε τίποτε, δεν ήθελε τίποτε περισσότερο. Το μόνο που την στεναχωρούσε ήταν που δεν μπορούσε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Ο νόμος ακόμη δεν επέτρεπε τη φοίτηση γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών.
 - Γιατί δεν πηγαίνεις στον βασιλέα; Της είπε μια μέρα η μητέρα της.
Το ίδιο βράδυ η Σοφία το ζύγισε μέσα στο μυαλό της και το αποφάσισε. Πήγε στο παλάτι. Ο Γεώργιος άκουσε το αίτημά της χαμογελώντας.
- Δεν φοβάσαι λοιπόν, να εργάζεσαι ανάμεσα σε τόσα αγόρια; Της είπε.
- Όχι μεγαλειότατε, του απάντησε με θάρρος η Λασκαρίδου. Είμαι έτοιμη να κάνω κάθε θυσία για χάρη της τέχνης.
Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου
Στον Σκαραμαγκά..
Ο νόμος καταργήθηκε το 1903 και η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πήρε το δίπλωμά της το 1907 και μαζί εξασφάλισε μια υποτροφία για τρία χρόνια στο εξωτερικό.
- Δεν θα σε σταματήσω, της είπε ο Περικλής. Ξέρω πόση σημασία έχει αυτό το ταξίδι για σένα.
Η Σοφία τον κοίταξε παραξενεμένη. Της φαινόταν περίεργο να ακούει τον αγαπημένο της να μιλά τόσο ήρεμα. Κάτι που διάβασε στα μάτια του της έσφιξε την καρδιά.
- Έλα μαζί μου, τον παρακάλεσε. Έξω απ’ την Ελλάδα θα είναι όλα δικά μας. Θα είμαστε πιο ελεύθεροι. 
Αλλά ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε. Κάποτε η Σοφία είχε απορρίψει την πρότασή του να ζήσουν μαζί. Ίσως τώρα μια εσωτερική ανάγκη να τον πίεζε να ανταποδώσει την άρνηση, για να στηρίξει ξανά την πίστη στον εαυτό του.
- Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα, της είπε. Θέλω να νοιώθω πάντα κοντά μου την Ακρόπολη.
Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα, λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση της Σοφίας για το Μόναχο. Το αμάξι, τους είχε οδηγήσει αυτή τη φορά στον Σκαραμαγκά. Είχαν ξαπλώσει κάτω από τα πεύκα και κοίταζαν σιωπηλά τον σταχτί ουρανό.
- Αν σε χάσω ποτέ, ψυθίρισε ο Γιαννόπουλος, θα αυτοκτονήσω στο μέρος αυτό. Θα φύγω μυστικά κι ωραία. Θα εξαφανιστώ. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένει με τη βάρκα του στο πέλαγος. Και θα έχω έτοιμα τα πορθμεία μου. Γέλασε νευρικά. Όσο για μια δεκάρα, ελπίζω να μου βρίσκεται στην τσέπη μου.
«Αν δεν σε κερδίσω..»
ΜΟΝΑΧΟ. Κάποιο προαίσθημα είχε σπρώξει τον Γιαννόπουλο μερικά χρόνια πριν, να χαράξει αυτές τις γραμμές για την πόλη που θα έπαιρνε την αγαπημένη του.
«Εκεί στο Μόναχο ουρανός κλειστός. Η γη πένθος. Τα φώτα λύπη. Τα ζώα μελαγχολία. Ο αέρας πηκτή μαυρίλα. Όλος ο έξω κόσμος σπρώχνει τον άνθρωπο σε ένα καταφύγιο, ένα υπόγειο. Και εκεί ζει μια ζωή τεχνητή. Το πνεύμα και οι τέχνες είναι επιστήμες, μηχανήματα, εμπορεύματα.»
Και κάπου αλλού:
«Ξεκινάτε λοιπόν και πηγαίνετε για να διδαχθείτε τις τέχνες του φωτός, στα κέντρα του σκότους. Σε αυτό τον ομφαλό ερέβους, το Μόναχο. Ενώ όλοι οι μεγάλοι βόρειοι που είπαν και έγραψαν κάτι, κατεβαίνουν στην Ιταλία για να δουν το φως.»
Τι τραγική ειρωνία για τον ξανθό συγγραφέα, αυτή η μισητή πόλη να του στερήσει ότι αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο! Και εκείνη:
«Εργαζόμουν πολύ, αλλά η νοσταλγία βάραινε την ψυχή μου. Ζούσα δύο ζωές, την ημέρα με την τέχνη και τη νύχτα με την ανάμνηση εκείνου. Ένας αόρατος ασύρματος ένωνε τις ψυχές μας. Οι δέκτες δεν λάθευαν ποτέ. Μετέδιδαν και την πιο μικρή δόνηση του είναι μας».
Τα γράμματα του Γιαννόπουλου έφθαναν φλογερά και απελπισμένα. Της έγραφε πως την περίμενε, πως η Αθήνα ήταν άδεια χωρίς εκείνη και πως η Ακρόπολη αναζητούσε την ιέρειά της.
«Αν δεν σε κερδίσω θα συντριβώ, της έλεγε. Αλλά θα σε κερδίσω».
Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου
Η προετοιμασία
H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα.
Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε.
Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του.
«Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας».
Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο.
«Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του.
Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για  να γευθεί. Δεν είχε συμβιβαστεί ακόμη με την ιδέα ότι είχε χάσει τη Σοφία για πάντα.
Ένα πρωινό του Απριλίου (1910) συνάντησε τη μητέρα της τυχαία στο δρόμο.
- Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω κυρία Λασκαρίδου, της είπε. Τι κάνει λοιπόν η μεγάλη μας καλλιτέχνις;
Η μητέρα της δεν ήξερε ότι αλληλογραφούσαν.
- Η Σοφία έχει προορισμό στη ζωή της την τέχνη, του απάντησε εκείνη με μια παράλογη ψυχρότητα. Δεν πρέπει να παντρευτεί. Οι καθηγητές της είναι ενθουσιασμένοι μαζί της. Έχει μπροστά της μεγάλο μέλλον.
Ο Γιαννόπουλος την κοίταξε για λίγες στιγμές σιωπηλός. Ύστερα είπε:
- Έχετε δίκιο. Η Σοφία πρέπει να αφοσιωθεί στην τέχνη.
Η Σοφία Λασκαρίδου όπως την είδε ο ζωγράφος Παρθένης
«Ένα ύστατο χαίρε»
Να ήταν άραγε αυτό, το αποφασιστικό χτύπημα; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα. Ίσως να το αποφάσισε τη στιγμή εκείνη, ίσως λίγες ώρες, ίσως λίγες ημέρες μετά.
Την Τετάρτη 9 Απριλίου ο Γιαννόπουλος πήγε με ένα φιλικό του ζευγάρι στον κινηματογράφο. Εκείνο το βράδυ, ο συνήθως κλειστός και μελαγχολικός Γιαννόπουλος έδειξε μια παράλογη ευθυμία. Έπιασε μάλιστα και συζήτηση με κάποιον που καθόταν δίπλα του. Οι φίλοι του τον κοίταζαν γεμάτη απορία. Ύστερα μπήκαν σε ένα μικρό κέντρο για να πιούν μια μπύρα.
Ο Γιαννόπουλος είχε ξαφνικά χάσει το κέφι του. Κάποια στιγμή τους είπε:
- Έχω κάτι να σας διαβάσω. Είναι ένα πολύ αγαπητό μου κομμάτι.
Έβγαλε από την τσέπη του μερικά τσαλακωμένα φύλλα χαρτιού. Ήταν το «Τριαντάφυλλο και το αηδόνι» του Όσκαρ Ουάιλντ, που το είχε μεταφράσει ο ίδιος.
- Πολύ ωραίο είναι, είπε ο φίλος του.
Αλλά ο Γιαννόπουλος κοίταζε αφηρημένα τον έρημο δρόμο, μέσα από το τζάμι του κέντρου.
- Αύριο θα κάνω μια εκδρομή, είπε ξεκάρφωτα.
Δεν τους είπε που θα πήγαινε και ούτε τον ρώτησαν, για να μην τον φέρουν σε δύσκολη θέση. Ήξεραν τον χαρακτήρα του. Σηκώθηκαν να φύγουν από το εστιατόριο. Ο Γιαννόπουλος ψώνισε μπύρα και φαγητό κρύο για την εκδρομή της επομένης. Ύστερα ξαφνικά ενώ αποχαιρετούσε τον φίλο του στο πεζοδρόμιο, έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε συγκινημένος.
Το ίδιο εκείνο βράδυ όταν γύρισε στο σπίτι του, θα πρέπει να έγραψε αυτό το γράμμα, που πήρε ύστερα από λίγες μέρες η Σοφία στο Μόναχο:
«Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου».
Το λακωνικό αυτό γράμμα, την χτύπησε σαν ηλεκτρική εκκένωση. Του τηλεγράφησε αμέσως.
«Έρχομαι».
Μετά τηλεγράφησε στη μητέρα της να της στείλει χρήματα για το ταξίδι. Ξαφνικά το Μόναχο αρχίζει να μην τη χωρά. Για πρώτη φορά στη ζωή της καταλαβαίνει πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη ζωή της η παρουσία αυτού του ανθρώπου, που την δίδαξε πως να αγαπά.
Αλλά ο Γιαννόπουλος δεν ζει πια. Καβάλα σε ένα άσπρο άλογο, μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Αυτό η Σοφία Λασκαρίδου το έμαθε τυχαία, από κάποιον επιβάτη στο τραίνο που την έφερνε στην Αθήνα.
«Με περιμένει»
Την μετέφεραν στο σπίτι της σχεδόν αναίσθητη. Το βράδυ και τα άλλα βράδια που ακολούθησαν, έκαιγε στον πυρετό. Παραληρούσε. Ύστερα, ένα πρωί σηκώθηκε νωρίς από το κρεβάτι και ντύθηκε. Η μητέρα της τρόμαξε που την είδε.
- Που πας; Τη ρώτησε.
Η Σοφία απάντησε:
- Τον είδα απόψε στον ύπνο μου. Πως άσπρισαν τα μαλλιά του. Με θέλει.
Κατέβηκε στον κήπο της και έκοψε τριαντάφυλλα, πανσέδες και άνθη λεμονιάς. Ύστερα πέρασε από το σπίτι της φίλης της Ελένης Νεφ, την πήρε και κατέβηκαν στον Σκαραμαγκά.
Εκείνο το πρωί η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου. Τον είχαν ξαπλώσει στην εκκλησία του νεκροταφείου. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, όπως στο όνειρο. Κάτι σαν χαμόγελο έφεγγε στο χλωμό του πρόσωπο.
«Είχε περάσει δεκατρείς ημέρες στη θάλασσα. Αλλά ήταν πάντα ωραίος. Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και το φίλησα. Τα δάκρυά μου έπεφταν στα κλειστά του μάτια, έβρεχαν το πρόσωπό του. Έκλαιγε κι εκείνος μαζί μου. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Πόσο γαλήνια, Θεέ μου, ήταν η μορφή του».
Τον στόλισε όλο με τα λουλούδια της και κάθισε δίπλα του και τον κοίταζε. Δεν είχε αλλάξει από τότε που τον γνώρισε. Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Πόσο χαμένα είχαν πάει όλα!
Το άλλο πρωί έθαψαν τον Γιαννόπουλο στον περίβολο της εκκλησίας. Η Σοφία γύρισε στο σπίτι της σαν υπνωτισμένη.
«Αισθανόμουν απάνω μου, την μαρμάρινη επαφή του κορμίου του. Νύχτα μέρα ένοιωθα στα χείλη μου τα παγωμένα αλμυρά του χείλη. Καταλάβαινα πως ‘ο,τι και να γινόταν από εκεί και μπρος δεν θα είχε πια σημασία».
Και μια μέρα, όταν βεβαιώθηκε ότι η μητέρα της είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, πήρε ένα παλιό ξυράφι του πατέρα της και έκοψε την καρωτίδα της. Το αίμα τινάχτηκε ορμητικά. Μια γλυκιά κούραση την κυρίευε.
«Θα πεθάνω», σκέφτηκε καθώς τα μάτια της έκλειναν. «Περίμενέ με».
Αλλά ο θάνατος δεν την ήθελε ακόμη.Την ώρα που την χώριζαν λίγα δευτερόλεπτα από το σκοτάδι, αισθάνθηκε ένα χέρι να την τραβά απελπισμένα πίσω στη ζωή. Είναι η μητέρα της.
- Παιδί μου, της φωνάζει. Παιδί μου».
Είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, αλλά την ώρα που ανέβαινε στο τραμ, μια δύναμη την ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Αργότερα η Σοφία, όταν μάθει πως ξαναγύρισε στη ζωή θα σκεφτεί μελαγχολικά:
«Τίποτε δεν μπορεί να νικήσει τη μοίρα μας. Ούτε και ο θάνατος».
Αλλά εκείνη την ώρα ψυθιρίζει βουτηγμένη στο αίμα:
- Άφησέ με μητέρα Γιατί γύρισες; Με περιμένει.
Το χέρι της μητέρας κρατά σφιχτά την κομμένη φλέβα και σταματά το αίμα. Ένας υπηρέτης τρέχει να φωνάξει γιατρό. Τα μάτια της Σοφίας κλείνουν. Το σκοτάδι που τόσο αποζήτησε την κυκλώνει πάλι. Για μερικές μέρες δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. Ύστερα, ένα πρωί που ανοίγει τα μάτια της, βλέπει τον απριλιάτικο ήλιο να γλυστρά από τα παντζούρια του δωματίου της.
-Ζω, ψιθυρίζει. Ζω.
Ύστερα από μισό αιώνα
Άραγε να φανταζόταν εκείνη τη στιγμή ότι πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου της θα συνέχιζε να ζει;
Λίγοι άνθρωποι φθάνουν 85 χρονών. Η Σοφία Λασκαρίδου από κάποια σπάνια εύνοια της μοίρας, έφτασε και τα πέρασε. Το μυαλό της είναι γερό και ανήσυχο πάντα. Μόνο το κορμί της κύρτωσε. Άλλοτε όταν πήγαινε σε κάποιο χορό, το πρόβλημα ήταν, πως θα έβρισκε κάποιο καβαλιέρο που δεν θα ήταν χαμηλότερός της. Τώρα δεν είναι ψηλότερη από ένα παιδί του δημοτικού.
Ζει πάντα στο πατρικό της σπίτι στην Καλλιθέα, κυκλωμένη από τους πίνακες που ζωγράφισε. Εκεί μας δέχτηκε πριν λίγες ημέρες, μαζί με τον κριτικό κ. Γιάννη Χατζίνη. Ήταν απόγευμα όταν άρχισε η Σοφία Λασκαρίδου την ιστορία της. Ύστερα το σούρουπο έπεσε, αλλά η γέρικη φωνή που ανεβοκατέβαινε σαν φλόγα κεριού, συνέχισε να ψάχνει μέσα στο χρόνο.
Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει. Νοιώθαμε θερμή την παρουσία του Περικλή Γιαννόπουλου ανάμεσά μας. Ίσως καθόταν σε κάποια πολυθρόνα και μας παρατηρούσε με τα μεγάλα γαλανά μάτια του, που τόσο τρυφερά ήξεραν να μιλούν στη γυναίκα που είχε αγαπήσει.
Όταν βγήκαμε στον κήπο, η Σοφία Λασκαρίδου, κατέβηκε αργά τα σκαλιά και κάθισε σε ένα πάγκο, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο.
- Εδώ συνήθιζε να κάθεται, ψιθύρισε.
Τα χέρια της άγγιξαν τρυφερά το ξεβαμμένο ξύλο, όπως θα άγγιζαν το δέρμα ή τα μαλλιά ενός ανθρώπου. Μερικές φορές μου φαίνεται ότι κι αυτός ο πάγκος έπαψε να ζει πριν πενήντα χρόνια!
Το χέρι ύστερα απλώθηκε και ψηλάφισε τον κορμό του δέντρου.
- Και αυτό το πεύκο, έκανε σιγά. Πόσο ψήλωσε. Πήγαινα σχολείο όταν με φώναξε μια μέρα ο πατέρας μου, για να τον δω που θα το φύτευε.
Μια γατούλα έτρεξε και σκαρφάλωσε στα γόνατά της. Άρχισε να παίζει με τα μαραμένα δάχτυλά της. Της τα δάγκωνε, μετά τα άφηνε, ύστερα τα δάγκωνε πάλι.
- Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν όλα, ψιθύρισε ύστερα αφήνοντας το κεφάλι της να γείρει πίσω. Η μοίρα καμιά φορά, είναι σοφότερη απ’ ότι νομίζουμε. Τον θυμάμαι πάντα όμορφο. Δεν πρόλαβε να γεράσει. Άραγε να με θυμάται κι εκείνος όπως ήμουν τότε;
Κανείς δεν μίλησε, αλλά μάντεψα δυο μεγάλα γαλανά μάτια να χαμογελούν τρυφερά μέσα στο σκοτάδι…

Εβραίοι


Ντοστογιέφσκι: «Καθώς οι εβραίοι κυρήττουν τον σοσιαλισμό και τον ριζοσπαστισμό, θα κρατήσουν τις ρίζες τους και θα μείνουν ενωμένοι και αφού όλα τα πλούτη της Ευρώπης πάνε χαμένα, οι Τράπεζες των Εβραίων θα είναι ακόμη εκεί.»

Η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας ανήκει εδω και 200 χρόνια στην εβραϊκή οικογένεια Ρόθτσιλντ.

Η ίδια οικογένεια μαζί με μερικές άλλες κατέχουν και το πλειοψηφικό πακέτο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ(FED), της οποίας πρόεδρος είναι ο επίσης Εβραίος Benjamin Bernanke.

Πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας είναι ο Jean-Pierre Roth, που είναι επίσης Εβραίος.

Οι μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες του πλανήτη είναι εβραϊκών συμφερόντων.

Η μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα στον πλανήτη είναι η J.P Morgan. Οταν πέθανε ο ιδρυτής της και ανοίχτηκε η διαθήκη του φανερώθηκε οτι στην πραγματικότητα του ανήκε μόνο το 10% απο όλη την περιουσία. Το υπόλοιπο 90% ανήκε σε Εβραίους.

Το ίδιο ισχύει και για την Goldman Sachs.

Το αφεντικό της Deutsche Bundesbank (Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα), είναι ο Axel Weber, εβραϊκής καταγωγής.

Ίδιας καταγωγής είναι και ο Josef Ackermann, πρόεδρος της μεγαλύτερης ιδιωτικής εταιρείας της Γερμανίας, της Deutsche Bank.

Πως γίνεται οι Εβραίοι να αποτελούν το 0,2% του παγκόσμιου πληθυσμού και ταυτόχρονα να κατέχουν το 90% των καίριων πόστων διοίκησης της ανθρωπότητας?

Πως γίνεται να ελέγχουν το “νόθο του Διονύσου”, το Χόλυγουντ, τα ΜΜΕ, τα Διεθνή Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, να είναι Πρόεδροι, Πρωθυπουργοί και υπουργοί σε ξένα εκτός του Ισραήλ κράτη, να τους ανήκουν οι μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες, οι μεγαλύτερες εταιρείες δημοσκοπήσεων, οι μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής τροφίμων, οι φαρμακευτικές εταιρείες, οι εταιρείες παραγωγής όπλων?

Πως γίνεται πίσω απο όλες τις μεγάλες «πολυεθνικές» εταιρείες να κρύβονται εβραϊκά κεφάλαια?

Η εβραϊκή φιλοσοφία είναι η παγκόσμια κυριαρχία, μέσω της οικονομικής κυριαρχίας, καθώς και η αλλοτρίωση των πάντων ώστε να καθιερώσουν τις νέες δικές τους απόψεις, κουλτούρα, θεσμούς και ηθική σε πολιτικό, οικονομικό, επιστημονικό και φιλοσοφικό επίπεδο.

Ασκούν εδω και χιλιάδες χρόνια την τακτική του «διαίρει και βασίλευε» στους μη Εβραίους και μεταξύ τους προωθούν ο ένας τον άλλον με απόλυτη αλληλεγγύη. 


Σήμερα το σχέδιό τους είναι στο τελικό στάδιο.

Η οικονομική κρίση που περνάμε είναι κατασκευασμένη για να στραγγαλίσει ότι έχει απομείνει απο τις εθνικές οικονομίες των κρατών.

Θέλουν να καταρρεύσουν ολοκληρωτικά οι οικονομίες και να γίνουν οι απόλυτοι κουμανταδόροι με τους δικούς τους ανήθικους όρους.

Οποιοι μιλούν ακόμη για το «κεφάλαιο» και τους «κερδοσκόπους» έτσι γενικά και αόριστα, είναι άσχετοι, κότες και επικίνδυνοι.

Αν θέλετε συνεχίστε να πιπιλίζετε τις ηλίθιες «προοδευτικές» εκφράσεις που αναπαράγουν τα παπαγαλάκια του αντιρατσιστικού και αντιεξουσιαστικού χώρου, αλλά η αλήθεια είναι αυτή.

Άλλωστε είναι κοινό μυστικό ότι το νόθο του Διονύσου, καθώς και η πλειοψηφία των αντιρατσιστικών οργανώσεων και site, χρηματοδοτούνται από Εβραίους (Σόρος).


ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ -ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ Θ ιγ -ιε:
«...Διότι σας, ὡ Ἰουδαῖοι Μου, θά σᾶς χρησιμοποιήσω ὡς τόξον Μου τεντωμένον, καί τούς Ἰσραηλίτας ὡς φαρέτρα πλήρη βελῶν. Θά ἐνθαρρύνω ἐξέγερσιν τῶν τέκνων σου, Σιῶν ἐναντίον τῶν τέκνων τῶν Ἑλλήνων καί θά σέ χειριστῶ ὡς μάχαιρα πολεμιστού. Ὁ Κύριος θά ἐπέλθη κατά τῶν ἐχθρῶν τούτων ὡς ἀκτίς ἀστραπῆς. Θά σαλπίση κατ' αὐτῶν τήν πολεμικήν τοῦ σάλπιγγα καί θά βαδίση κατ' αὐτῶν μέ ἀναστάτωσιν καταστρεπτικήν. Θά βοηθήση τούς Ἰουδαίους καί θά καταστρέψουν τούς Ἕλληνες. Θά τούς χώσουν μέ τούς λίθους τῆς σφενδόνης των καί θά πιοῦν τό αἷμα των (τῶν Ἑλλήνων) ὡς πίνουν τόν οἶνον. ΘΑ γεμίσουν δοχεῖα ἀπό αἷμα (τῶν Ἑλλήνων) ὅπως εἶναι γεμᾶται αἱ φιάλαι τοῦ θυσιαστηρίου καί τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων...»  

Στόχος των Εβραίων είναι η διάλυση των Εθνών.. έτσι ξερά!

Και τα παραμύθια περι «πολυπολιτισμικού παραδείσου» είναι κατασκευασμένα με σκοπό την διάλυση των Εθνών... ξερά κι αυτό!

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως έχει και το γιατί.. είναι απλά ψυχοπαθείς? Είναι εξουσιομανείς? Θέλουν να εκδικηθούν τους αρχικώς δυνατότερους διώκτες τους?

Δε νομίζω.. Τα κίνητρά τους δεν φαίνεται να είναι ανθρώπινα.. Αν ήταν τότε τα αποτελέσματά τους θα ήταν εφήμερα και τρωτά.

Οι μεθοδεύσεις τους έχουν αποτέλεσμα ακριβώς επειδή έχουν επενδύσει στις αδυναμίες της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Στη φιλαργυρία, τη ματαιοδοξία κτλ...

Με τα πρότυπα που υποδεικνύουν, τη μαζικοποίηση, τον υπερκαταναλωτισμό και τη σεξομανία... επιδιώκουν να μετατρέψουν τον άνθρωπο-“άνω θρώσκων” σε άνθρωπο-”έρπων”, έξω από την φυσική του ροπή, την ανέλιξή του.

Ήταν και είναι εχθροί του ανθρώπου. Θέλουν να τον ξεφτιλίσουν Απόλυτα.

Και το χειρότερο είναι ότι βρήκαν πολύ μικρότερη αντίσταση απ' ότι περιμένανε. Οπότε πλέον εξωθούν βεβιασμένα και απροκάλυπτα τις εξελίξεις, αφού φαίνεται πως υπάρχουν και οι κατάλληλες “υποδομές”.

Δεν υπολόγισαν όμως τον Άνεμο...

Όσοι είναι ακόμα ζωντανοί ας τον ακολουθήσουν...

Τον Άνεμο εννοώ...